μπαίνω

μπαίνω
(Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω)
1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.)
2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι»)
3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα»)
4. εισάγομαι σε σχολή («μπήκα στο πανεπιστήμιο»)
5. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, επιδίδομαι σε κάτι («μπήκε στον χώρο τής έρευνας»)
6. εισβάλλω («οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη»)
7. προσδένομαι, προσαρμόζομαι, τοποθετούμαι («η καρφίτσα δεν μπήκε καλά στη θέση της»)
8. προτάσσομαι, μπαίνω μπροστά
9. φρ. α) «μπαίνω στην αγάπη» και «μπαίνω στον έρωτα» και «μπαίνω στον ζυγό τού πόθου» και «μπαίνω στού πόθου τα μπερδέματα» και «μπαίνω σε πόθου οδύνη» και «μπαίνω στον πόθο κάποιου» — ερωτεύομαι
β) «μού μπαίνει έγνοια» και «μού μπαίνει μέριμνα» — προβληματίζομαι για κάτι
γ) «μπαίνω σε κίνδυνο» — διακινδυνεύω
δ) «μπαίνω στη μέση»
i) επεμβαίνω, αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις («μη μπαίνεις στη μέση δε σε αφορά το πρόβλημά μου»)
ii) παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι,μεσολαβώ για να συμφιλιώσω κάποιους
ε) «μπαίνω σε μοναστήρι» — γίνομαι μοναχός
νεοελλ.
1. κατανοώ, καταλαβαίνω, εισέρχομαι στη βαθύτερη ουσία ζητήματος ή υπόθεσης («δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα»)
2. κατατάσσομαι, συγκαταλέγομαι, υπολογίζομαι («από τα νεανικά του χρόνια είχε μπει στους μεγάλους επιστήμονες»)
3. (για υφάσματα) μπάζω, μαζεύω, στενεύω («τα μάλλινα μπαίνουν αν πλυθούν με πολύ ζεστό νερό»)
4. (γ' εν. και γ' πληθ. πρόσ.) μπαίνει και μπαίνουν
γίνεται έναρξη, αρχίζει ή αρχίζουν (α. «μπήκε η άνοιξη» β. «και μπήκαν χρόνια δύστυχα και μήνες οργισμένοι», δημ. τραγούδι)
5. αναμετρούμαι, ανταγωνίζομαι («μοναχός μου εμπήκα 'ς τόσους οχθρούς πολλές φορές και νικητής εβγήκα», Ερωφ.)
6. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθως δυσάρεστη (α. «μπαίνω στα βάσανα» β. «μπαίνω στον κόπο» γ. «μπαίνω σε μπελάδες»
7. φρ. α) «μπαίνω μέσα» — χάνω, ζημιώνομαι, ιδίως από οικονομική άποψη («αν και έβαλε μεγάλο κεφάλαιο στην επιχείρηση, τελικά μπήκε μέσα»)
β) «μπαίνω σε σειρά» — τακτοποιούμαι, στρώνω («αν παντρευτεί θα μπει σε μια σειρά»)
γ) «μπαίνω στον χορό»
i) αναμιγνύομαι σε υπόθεση
ii) αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας
δ) «μού μπαίνουν ψύλλοι στ' αφτιά» — αρχίζω να υποπτεύομαι, άρχισα να βάζω κακό στον νου μου
ε) «μού μπαίνει άσχημα» — μού επιτίθεται με λόγια, με προσβάλλει
στ) «μπαίνω στο ρουθούνι κάποιου» — γίνομαι ενοχλητικός, γίνομαι φορτικός σε κάποιον
ζ) «μπαίνω στα...» — εισέρχομαι σε κάποια ηλικία («σήμερα μπαίνω στα τριάντα δύο»)
η) «μπαίνω στο κλουβί» ή «μπαίνω στον ζυγό» — παντρεύομαι
θ) «μπαίνω στα έξοδα» — αρχίζω να ξοδεύω πολλά χρήματα
ι) «μπαίνω στον κόσμο»
i) παντρεύομαι
ii) ξανοίγομαι στην κοινωνία, αναλαμβάνω ενεργό ρόλο ως κοινωνικό άτομο
ια) «μπαίνω στον ίσιο δρόμο» — αρχίζω να επιδεικνύω καλή διαγωγή μετά από ένα παραστράτημα
ιβ) «μού μπαίνει ιδέα» — μού γίνεται έμμονη μια ιδέα
ιγ) «μπαίνω στο στόμα κάποιου» — δίνω αφορμή να μιλήσει κάποιος για μένα
ιδ) «μπαίνω στου λύκου το στόμα» — διακινδυνεύω, αναλαμβάνω επικίνδυνη ενέργεια
8. παροιμ. «μπάτε, σκύλοι, αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε» — λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος αναμιγνύεται σε μια υπόθεση προς όφελός του με το αζημίωτο ή αυθαιρετεί χωρίς συνέπειες
μσν.
1. (για τραύμα) μαζεύω υγρό
2. καταχωρίζομαι, καταγράφομαι
3. συγκρίνομαι
4. (για ποσό) κυμαίνομαι, ανέρχομαι
5. προκύπτω ως αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων
6. αντιστοιχώ, αναλογώ
7. ορμώ, επιτίθεμαι
8. (στο γ' πρόσ. και με γεν. προσωπική) αρμόζω, αναλογώ, ανήκω
9. (το γ' εν. ενεργ. απρόσ. με γεν. προσωπική) α) πρέπει, αρμόζει, μού επιτρέπεται
β) εξηγείται, δικαιολογείται
10. (για ποτάμι ή για νερό) χύνομαι
11. (για πυρετό) προσβάλλω
12. φρ. α) «μπαίνω εἰς ἀγκάλεμαν» — καλούμαι να δικαστώ
β) «μπαίνω στὸ αἷμα» και «μπαίνω στὸ κρίμα κάποιου» — αμαρτάνω διαπράττοντας φόνο
γ) «ἐμπαίνω τὴν ἀρχήν» — αρχίζω
δ) «μπαίνω στὸν ἀφορισμό κάποιου» — αφορίζομαι, προκαλώ τον αφορισμό μου από κάποιον
ε) «ἐμπαίνω καὶ βγαίνω» — διαπερνώ τις τάξεις τού εχθρού
στ) «μπαίνω στὴ βουλή» και «μπαίνω στὴ γνώμη κάποιου» — συμμερίζομαι την άποψη κάποιου, συγκατατίθεμαι
ζ) «μπαίνω εἰς τὸν θάνατον»
i) μέ κυριεύει φόβος θανάτου
ii) αντιμετωπίζω τον θάνατο
η) «ἐμπαίνω στὴν καδένα» και «ἐμπαίνω εἰς φυλακήν» — φυλακίζομαι
θ) «ἐμπαίννω καὶ κατεβαίνω» — πηγαινοέρχομαι
ι) «μπαίνω στὸν κόπο κάποιου» — απολαμβάνω τα αποτελέσματα τής προσπάθειας κάποιου
ια) «μπαίνω μετάμελος» — μετανοώ
ιβ) «μπαίνω στὴν νίκη
κατοθρώνω το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
ιγ) «μπαίνω εἰς ὄρεξιν» — επιθυμώ
ιδ) «μπαίνω εἰς παίδευσιν» και «μπαίνω σὲ τιμωρία» — τιμωρούμαι
ιε) «μπαίνω εἰς τὸν τάφον» — σκοτώνομαι, πεθαίνω
ιστ) «έμπαίνω εἰς τήν Τζουίζαν» και «ἐμπαίνω εἰς τὸ δίκαιον» — περνώ από δοκιμασία όρκου
ιζ) «μπαίνω εἰς φαντασίαν»
i) συνωμοτώ
ii) παίρνω την απόφαση να συγγράψω λογοτεχνικό έργο
ιη) «μπαίνω στὰ χέρια κάποιου» — πέφτω στα χέρια κάποιου, συλλαμβάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-βαίνω με σίγηση τού αρκτικού άτονου -ε- (πρβλ. μπάζω < ἐμ-βάζω), όπου το αρχαίο -β- / b / σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν) διατήρησε την αρχαία του προφορά (ως μπ / b /)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαίνω — μπαίνω, μπήκα, μπασμένος βλ. πίν. 179 Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …   Dictionary of Greek

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπέρχομαι — ἀνθυπέρχομαι (Α) 1. υπεισέρχομαι, μπαίνω κάπου αθόρυβα και ύπουλα 2. (σαν όρος της γραμματικής) μπαίνω στη θέση κάποιας άλλης λέξης ή φράσης …   Dictionary of Greek

  • εισδύω — (AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω) 1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα 2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο 3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο αρχ. 1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον 2. κατέρχομαι στον αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — (AM εἰσχωρῶ, έω) μπαίνω σε κάτι νεοελλ. 1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι 2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιβιβάζω — (AM ἐπιβιβάζω) [βιβάζω] 1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει 2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω νεοελλ. επιβιβάζομαι μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω αρχ. μσν. 1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”